- ξεκλείδωμα
- τό1) отпирание ключом, отмыкание; 2) вялость суставов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκλείδωμα — το 1. άνοιγμα κλειδαριάς με κλειδί 2. εξάρθρωση … Dictionary of Greek
ξεκλείδωμα — το, ατος 1. άνοιγμα με κλειδί. 2. μτφ., παράλυση των αρθρώσεων (κλειδώσεων), εξάρθρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα … Dictionary of Greek